- απόνιμμα
- κ. -νιψίδι, το (Α ἀπόνιμμα)νεοελλ.το νερό με το οποίο πλύθηκε κάποιος ή κάτιαρχ.νερό για τον καθαρισμό των χεριών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπόνιμμα — water for purifying the dead neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόνιμμ' — ἀπόνιμμα , ἀπόνιμμα water for purifying the dead neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονίμματος — ἀπόνιμμα water for purifying the dead neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απονιψίδι — το βλ. απόνιμμα … Dictionary of Greek